- παραμυθητικώτερον
- παραμῡθητικώτερον , παραμυθητικόςconsolatoryadverbial compπαραμῡθητικώτερον , παραμυθητικόςconsolatorymasc acc comp sgπαραμῡθητικώτερον , παραμυθητικόςconsolatoryneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.